ἄτοπος

ἄτοπος
ἄτοπ-ος, ον,
A out of place, out of the way: hence,
1 unwonted, extraordinary, of symptoms, Hp.Aph.4.52: [comp] Comp., ibid.;

ἄ. ἁδονά E.IT842

(lyr.), cf. Arist.EN1149a15;

ὄρνις Ar.Av.276

;

πόθος Id.Ec.956

.
2 strange, paradoxical, δοῦλοι τῶν αἰεὶ ἀτόπων slaves to every new paradox, Th.3.38;

ἄτοπόν τι πάσχειν And.4.34

;

τῶν -ωτάτων μέντἂν εἴη D.1.26

; ἄτοπα τῆς σμικρολογίας absurd pettinesses, Pl.Tht.175a;

ἄ. ἡδονῆς καὶ λύπης μεῖξις Id.Phlb.49a

; ἄτοπόν ἐστι, c. inf., Pherecr.91, Eub.125;

οὐδὲν ἄ. εἰ ἀποθάνοιμι Pl.Grg.521d

, cf. Arist.Cat.11a37, al., etc.
b of persons, Isoc.12.149;

ἄ. παιδευτής Pl.R.493c

;

ἄ. καὶ δυσχερεῖς D. 19.308

;

τὸν ἄτοπον φεύγειν ἀεί Men.203c

; ἄ. φαγεῖν given to strange food, Philostr.VA3.55.
3 unnatural, disgusting, foul,

πνεῦμα Th. 2.49

; monstrous,

ἀτοπώτατον πρᾶγμα ἐξευρών Lys.3.7

; later, wicked, wrong, LXX Jb.27.6, Ev.Luc.23.41; of persons, opp. χρηστός, Phld. Sign.1; of things, bad, harmful, Act.Ap.28.6. Adv. -πως in an unfavourable position, κεῖσθαι, of planets, Vett. Val.63.12.
4 Adv. -πως marvellously or absurdly, Th.7.30, Pl.Phd.95b, al., Arist.EN 1136a12, etc.; ἀ. καθίζων, = ἀνυπόπτως, Eup.180.
II non-spatial,

τῆς ἰδέας μενούσης ἐν ἀτόπψ αὐτὸ τόπους γεννῆσαν Plot.6.5.8

. Adv. -πως non-spatially, opp. τοπικῶς, Porph.Sent.33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄτοπος — out of place masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτοπος — η, ο (AM ἄτοπος, ον) 1. απρεπής, ανάρμοστος 2. το ουδ. ως ουσ. α) (στον εν.) κάτι το λογικά απαράδεκτο β) στον πληθ. παράνομες πράξεις 3. φρ. «η εις άτοπον απαγωγή» αποδεικτική διαδικασία στη λογική και στα μαθηματικά με την αναγωγή του… …   Dictionary of Greek

  • άτοπος — η, ο επίρρ. α 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράλογος, άπρεπος: Το φέρσιμό σου χτες στη συντροφιά που βρεθήκαμε ήταν άτοπο. 2. το ουδ. ως ουσ., άτοπο καθετί ασυνήθιστο, αλλόκοτο· «εις άτοπον απαγωγή», απόδειξη της αλήθειας μιας πρότασης με την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτοπώτερον — ἄτοπος out of place masc acc comp sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc comp sg ἄτοπος out of place adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοπωτάτων — ἄτοπος out of place fem gen superl pl ἄτοπος out of place masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοπωτέρων — ἄτοπος out of place fem gen comp pl ἄτοπος out of place masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοπώτατα — ἄτοπος out of place adverbial superl ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοπώτατον — ἄτοπος out of place masc acc superl sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτόπως — ἄτοπος out of place adverbial ἄτοπος out of place masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτοπον — ἄτοπος out of place masc/fem acc sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοπωτάτη — ἄτοπος out of place fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”